- μαθήσεως
- μαθήσεω̆ς , μάθησιςthe act of learningfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδασκάλιον — διδασκάλιον, το (AM) [διδάσκαλος] μσν. μάθημα αρχ. 1. ό,τι διδάσκεται, το αντικείμενο τής μαθήσεως, επιστήμη 2. στον πληθ. τα διδασκάλια αμοιβή διδασκάλου, δίδακτρα … Dictionary of Greek
δυσμαθής — ές (Α δυσμαθής, ές) ο ανεπίδεκτος μαθήσεως αρχ. 1. δυσνόητος 2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσμαθές η δυσμαθία … Dictionary of Greek
είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… … Dictionary of Greek
επιδεκτικός — ή, ό (AM ἐπιδεκτικός, ή, όν) [επιδέχομαι] αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.) αρχ. 1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ… … Dictionary of Greek
ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… … Dictionary of Greek
ευφυΐα — η (ΑΜ εὐφυΐα) [ευφυής] (για τη διανοητική κατάσταση) οξύνοια, εξυπνάδα, νοημοσύνη αρχ. 1. καλή φυσική ανάπτυξη, καλή διαμόρφωση («φιλία τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», Πλούτ.) 2. (για τη διανοητική και την ηθική κατάσταση … Dictionary of Greek
καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… … Dictionary of Greek
κτητός — κτητός, ή, όν (Α) [κτώμαι] 1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.) 2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς… … Dictionary of Greek
ύς — ὁ, Α (συνηρ. τ.) βλ. υιός. ὑός, ὁ, ἡ, Α 1. αγριόχοιρος, κάπρος («ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύη πάμπαν οὐκ ἔστι», Ηρόδ.) 2. κατοικίδιος χοίρος, γουρούνι 3. ύαινα 4. το φυτό ύσγη 5. παροιμ. φρ. α) «Βοιωτία ὗς» δηλώνει έλλειψη αγωγής και… … Dictionary of Greek
Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… … Dictionary of Greek